Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θα στείλω

  • 1 στείλω

    στέλλω
    make ready: aor subj act 1st sg
    στέλλω
    make ready: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > στείλω

  • 2 δικός

    η, ό 1.
    1) свой, собственный;

    δικός μου (σου, του, μας κ.λ.π.) — мой (твой, его, наш и т. д.);

    είναι δική του γνώμη — это — его собственное мнение;

    2) свой, близкий, родной (о человеке);

    θα στείλω δικους μου ανθρώπους — я пошлю своих людей;

    πώς είναι οι δικοί σου; — как твой родные?;

    2.
    1) (ο) родственник; 2):

    τα δικά — заботы;

    ο καθένας έχει τα δικά του — у каждого свои заботы;

    § έχει το δικό του — он хорошо обеспечен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικός

  • 3 παραγγέλλω

    (αόρ. (ε)παράγγειλα и παρήγγειλα) 1. μετ.
    1) заказывать (что-л.), делать заказ (на что-л.); 2) предписывать, велеть (о враче); 2. αμετ. 1) передавать просьбу (через кого-л.); μου παρήγγειλε να τού στείλω βιβλία он передал мне просьбу выслать ему книги; 2) приказывать; предписывать;

    παραγγέλλω να φύγετε αμέσως — я приказываю вам немедленно уйти

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραγγέλλω

  • 4 манкировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος) παραμελώ•

    манкировать службой, уроками παραμελώ την υπηρεσία, τα μαθήματα.

    2. παλ. απουσιάζω, λείπω•

    ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν.

    3. δε σέβομαι• περιφρονώ.
    4. αμελώ να στείλω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > манкировать

  • 5 некого

    некому, некем, не о ком αντων. αρνητική• δεν υπάρχει κανένας δεν είναι κανένας• δεν έχω κανέναν ή ποιόν, σε ποιόν, με ποιόν•

    некого послать на почту δεν έχω ποιόν να στείλω στο ταχυδρομείο•

    мне -у писать δεν έχω σε ποιόν να γράψω (γράμμα)•

    -ем заменить δεν έχω με ποιόν να τον αντικαταστήσω.

    Большой русско-греческий словарь > некого

  • 6 оказия

    θ.
    1. παλ. ευκαιρία•

    послать письмо с -ей θα στείλω γράμμα με την ευκαιρία•

    при первой -и με την πρώτη ευκαιρία•

    пользоваться -ей δράττομαι της ευκαιρίας.

    2. γεγονός, συμβάν ασύνηθες, παράξενο.

    Большой русско-греческий словарь > оказия

  • 7 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

См. также в других словарях:

  • στείλω — στέλλω make ready aor subj act 1st sg στέλλω make ready aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • προϋπόθεση — η, Ν 1. ό,τι προϋποτίθεται, ό,τι θεωρείται εκ τών προτέρων ως δεδομένο για να στηριχθεί επιχείρημα, να συναχθεί συμπέρασμα ή να επιτευχθεί συμφωνία 2. όρος από τον οποίο εξαρτάται κάτι («θα σού στείλω το δέμα με την προϋπόθεση ότι θα βρεις μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Άκουφις — (4ος αι. π.Χ.). Άρχοντας της Νύσας, πόλης της Ινδικής, που παρακάλεσε τον Μέγα Αλέξανδρο να μείνει η χώρα του αυτόνομη. Ο Αλέξανδρος έβαλε τον Ά., που ήταν ηλικιωμένος, να καθήσει σε ένα μαξιλάρι, και του ζήτησε ως ομήρους εκατό από τους ευγενείς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»